ρεντές

ρεντές
ο, Ν
1. μικρός τρίφτης που χρησιμεύει στο τρίψιμο φρούτων, λαχανικών, τυριών κ.λπ.
2. συνεκδ. τα στίγματα που αφήνει η ευλογιά στο πρόσωπο τού αρρώστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για λ. τουρκικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”